Απόσπασμα απο το βιβλίο Σκέψου και Πλούτισε
Σελ.87-92, Κεφάλαιο 2 ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Ως ταιριαστό αποκορύφωμα αυτού του κεφαλαίου, θέλω να σου συστήσω ένα από τα πιο ασυνήθιστα άτομα που γνώρισα ποτέ. Τον πρωτοείδα πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια, λίγα λεπτά μετά τη γέννησή του. Ήρθε στον κόσμο χωρίς ίχνος από αυτιά και ο γιατρός παραδέχτηκε, όταν πιέστηκε να πει τη γνώμη του, ότι το παιδί θα έμενε ισοβίως κωφάλαλο.
Αμφισβήτησα τη γνώμη του γιατρού. Είχα το δικαίωμα να το κάνω, επειδή ήμουν ο πατέρας του παιδιού. Και εγώ κατέληξα σε μια απόφαση και σε μια γνώμη, αλλά εξέφρασα τη γνώμη σιωπηλά, στη μυστικότητα της καρδιάς μου. Αποφάσισα πως ο γιος μου θα άκουγε και θα μίλαγε. Η Φύση μπορούσε να μου στείλει ένα παιδί χωρίς αυτιά, αλλά η Φύση δεν μπορούσε να με κάνει να αποδεχτώ την πραγματικότητα της αναπηρίας.
Στον νου μου ήξερα πως ο γιος μου θα άκουγε και θα μιλούσε. Πώς; Ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος και ήξερα ότι μπορούσα να τον βρω. Σκέφτηκα τα λόγια του αθάνατου Έμερσον: «H πορεία των πάντων μάς διδάσκει την πίστη. Απλώς εμείς πρέπει να υπακούσουμε. Υπάρχει καθοδήγηση για τον καθένα μας, και αφουγκραζόμενοι σιωπηλά, θα ακούσουμε τη σωστή λέξη».
Τη σωστή λέξη; ΕΠΙΘΥΜΙΑ! Πάνω από οτιδήποτε άλλο ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑ ο γιος μου να μην γίνει κωφάλαλος. Από αυτή την επιθυμία δεν απομακρύνθηκα ποτέ, ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει: «Οι μοναδικοί περιορισμοί μας είναι εκείνοι που θέτουμε μέσα στο μυαλό μας». Για πρώτη φορά αναρωτήθηκα εάν αυτή η δήλωση ήταν αληθινή. Ξαπλωμένο στο κρεβάτι μπροστά μου ήταν ένα νεογέννητο χωρίς τα φυσικά όργανα της ακοής. Ακόμα και αν μπορούσε να ακούσει και να μιλήσει, ο γιος μου θα ήταν εμφανώς παραμορφωμένος για μια ζωή. Σίγουρα αυτό ήταν ένας περιορισμός που το παιδί δεν είχε θέσει μέσα στον νου του.
Τι μπορούσα να κάνω; Κάπως θα έβρισκα έναν τρόπο να μεταμοσχεύσω στον νου του παιδιού την ΠΥΡΙΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ μου για τρόπους και μέσα μετάδοσης του ήχου στο μυαλό, δίχως τη βοήθεια των αυτιών.
Μόλις το παιδί θα μεγάλωνε αρκετά για να συνεργαστεί, θα του γέμιζα το μυαλό τόσο πολύ με την ΠΥΡΙΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ να ακούσει, που η Φύση –με τις δικές της μεθόδους– θα τη μεταστοιχείωνε σε φυσική πραγματικότητα.
Όλες αυτές οι σκέψεις κλωθογύριζαν στο δικό μου μυαλό, αλλά δεν τις είπα σε κανέναν. Κάθε μέρα ανανέωνα την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου, να μην αποδεχτώ ότι ο γιος μου θα έμενε κωφάλαλος.
Όσο μεγάλωνε, και άρχιζε να προσέχει τα πράγματα γύρω του, παρατηρήσαμε ότι διέθετε έναν μικρό βαθμό ακοής. Όταν έφτασε σε ηλικία που τα παιδιά αρχίζουν συνήθως να μιλούν, δεν έκανε προσπάθεια να μιλήσει, αλλά από τις πράξεις του βλέπαμε ότι μπορούσε να ακούσει ορισμένους ήχους, πολύ ελαφριά. Αυτό ήταν όλο και όλο ό,τι ήθελα να ξέρω! Πείστηκα ότι, αφού μπορούσε να ακούσει έστω και ελαφριά, θα μπορούσε να αυξήσει την ικανότητα ακοής. Έπειτα συνέβη κάτι που μου έδωσε ελπίδα. Ήρθε από μια εντελώς ανέλπιστη πηγή.
Αγοράσαμε μια βικτρόλα. Όταν το παιδί άκουσε τη μουσική για πρώτη φορά, έπεσε σε έκσταση και ερωτεύτηκε αμέσως τη μηχανή. Σύντομα έδειξε προτίμηση σε ορισμένα κομμάτια, όπως το «It’s a long way to Tipperary». Κάποια στιγμή έβαζε να παίζει το κομμάτι ξανά και ξανά για σχεδόν δύο ώρες, στεκόμενος μπροστά στη βικτρόλα και σφίγγοντας με τα δόντια του την άκρη του μηχανήματος. Δεν καταλάβαμε τη σημασία αυτής της συνήθειας ώσπου, χρόνια αργότερα, μάθαμε για την αρχή της μετάδοσης του ήχου δια μέσου των οστών.
Λίγο αφότου ο γιος μου ερωτεύτηκε τη βικτρόλα, ανακάλυψα πως μπορούσε να με ακούσει αρκετά καθαρά όταν μιλούσα με τα χείλη μου να αγγίζουν το μαστοειδές οστό του, στη βάση του εγκεφάλου. Αυτές οι ανακαλύψεις με όπλισαν με τα απαραίτητα μέσα με τα οποία άρχισα να μετασχηματίζω σε πραγματικότητα την Πύρινη Επιθυμία μου να βοηθήσω τον γιο μου να ακούει και να μιλά. Μέχρι τότε ο γιος μου έκανε προσπάθειες να προφέρει ορισμένες λέξεις. Η πρόγνωση δεν ήταν ευοίωνη, αλλά Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΠΙΣΤΗ δεν γνωρίζει τη λέξη «αδύνατο».
Έχοντας αποδείξει ότι ο γιος μου μπορούσε να ακούσει καθαρά τη φωνή μου, άρχισα αμέσως να μεταφέρω στον νου του την επιθυμία να ακούσει και να μιλήσει. Σύντομα ανακάλυψα ότι το παιδί απολάμβανε να του αφηγούμαι ιστορίες το βράδυ πριν κοιμηθεί και έτσι στρώθηκα στη δουλειά, πλάθοντας ιστορίες σχεδιασμένες να του αναπτύξουν αυτοπεποίθηση, φαντασία και οξεία επιθυμία να ακούσει και να γίνει φυσιολογικός.
Επέμεινα σε μια ιστορία ειδικά, χρωματίζοντάς τη με κάποιον νέο και δραματικό τρόπο κάθε φορά που την αφηγούμουν. Ήταν σχεδιασμένη να φυτέψει στο μυαλό του γιου μου τη σκέψη ότι η αναπηρία του δεν ήταν αναπηρία, αλλά πολύτιμο πλεονέκτημα. Παρότι η φιλοσοφία που είχα αναπτύξει έλεγε ξεκάθαρα ότι ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΑ ΦΕΡΝΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΕΝΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς αυτή η αναπηρία θα μπορούσε να γίνει πλεονέκτημα. Ωστόσο, συνέχισα την πρακτική μου να σερβίρω αυτή τη φιλοσοφία μέσα σε βραδινές ιστορίες, ελπίζοντας πως θα ερχόταν η ώρα που θα έβρισκα ένα πλάνο με το οποίο η αναπηρία του θα μπορούσε να εξυπηρετήσει κάποιον ωφέλιμο σκοπό.
Η λογική έλεγε καθαρά ότι δεν μπορείς να αναπληρώσεις την έλλειψη των αυτιών και των φυσικών οργάνων ακοής. Όμως η ΕΠΙΘΥΜΙΑ στηριγμένη από την ΠΙΣΤΗ έσπρωξε παράμερα τη λογική και με εμψύχωσε να προχωρήσω.
Αναλύοντας αναδρομικά την εμπειρία, διακρίνω ότι η πίστη του γιου μου σε μένα διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο για τα εκπληκτικά αποτελέσματα που ακολούθησαν. Δεν αμφέβαλλε για τίποτα απ’ όσα του έλεγα. Του πούλησα την ιδέα ότι είχε σαφές πλεονέκτημα από τον μεγαλύτερο αδελφό του και ότι αυτό το πλεονέκτημα θα εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, οι δάσκαλοί του στο σχολείο θα έβλεπαν ότι δεν είχε αυτιά και έτσι θα του έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή και θα του συμπεριφέρονταν με ασυνήθιστη καλοσύνη. Και αυτό έκαναν πάντα. Η μητέρα του φρόντισε να επισκεφθεί τους δασκάλους και κανόνισε να απευθύνουν στον μικρό επιπλέον προσοχή. Του «πούλησα» επίσης την ιδέα πως, όταν μεγάλωνε αρκετά για να πουλάει εφημερίδες (ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε ήδη γίνει εφημεριδοπώλης), θα είχε μεγάλο πλεονέκτημα έναντι του αδελφού του, αφού ο κόσμος θα του έδινε επιπλέον λεφτά για την πραμάτεια του επειδή θα έβλεπε ότι ήταν ένα πανέξυπνο και πολυμήχανο αγόρι, παρότι δεν είχε αυτιά.
Βαθμιαία παρατηρούσαμε ότι η ακοή του παιδιού βελτιωνόταν. Ακόμα περισσότερο, το παιδί δεν είχε την παραμικρή τάση να φέρεται αμήχανα και ντροπαλά εξαιτίας της αναπηρίας του. Γύρω στα εφτά φάνηκε το πρώτο ίχνος ότι η μέθοδός μας καρποφορούσε. Για κάμποσους μήνες ο μικρός ικέτευε να τον αφήσουμε να πουλήσει εφημερίδες, αλλά η μάνα του δεν συναινούσε. Φοβόταν πως η κωφότητά του θα τον έθετε σε κίνδυνο, μόνος στους δρόμους.
Τελικά ο μικρός πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Ένα μεσημέρι, όταν είχε μείνει σπίτι με τους οικονόμους, σκαρφάλωσε στο παράθυρο της κουζίνας, βγήκε έξω και βάλθηκε να κάνει το δικό του. Δανείστηκε έξι σεντς από τον γείτονα παπουτσή, τα επένδυσε σε εφημερίδες, τις πούλησε, επανεπένδυσε και συνέχισε μέχρι αργά το βράδυ. Έχοντας ξεπληρώσει τα έξι σεντς δάνειο στον «τραπεζίτη», είχε βγάλει και καθαρό κέρδος σαράντα δύο σεντς. Όταν γυρίσαμε σπίτι εκείνο το βράδυ, τον βρήκαμε να κοιμάται με τα νομίσματα σφιχτοκλεισμένα στη χούφτα του.
Η μάνα του άνοιξε τη χούφτα, έβγαλε τα νομίσματα και έκλαψε. Εάν είναι δυνατόν! Να κλαίει για την πρώτη νίκη του γιου της, μου φάνηκε σαν κάτι ανάρμοστο. Η αντίδρασή μου ήταν η ακριβώς αντίθετη. Γέλασα με όλη μου την καρδιά, επειδή ήξερα πως το εγχείρημά μου να φυτέψω πίστη στον νου του παιδιού ήταν επιτυχημένο.
Στο πρώτο επιχειρηματικό εγχείρημα του γιου της, η μάνα του είδε ένα κουφό αγοράκι που είχε βγει μονάχο στους δρόμους και είχε ρισκάρει τη ζωή του για να κερδίσει λίγα χρήματα.
Εγώ είδα έναν γενναίο, φιλόδοξο, όλο αυτοπεποίθηση μικρό επιχειρηματία, που η πίστη στον εαυτό του είχε αυξηθεί κατά 100%, επειδή είχε κάνει μπίζνες με δική του πρωτοβουλία και είχε κερδίσει. Η συναλλαγή με ικανοποίησε, επειδή ήξερα πως ο μικρός είχε αποδείξει ότι διέθετε πολυπραγμοσύνη, η οποία θα τον συνόδευε ισοβίως.
Ανέπτυξε την αυτοπεποίθησή σου και κάνε τα μειονεκτήματά σου πλεονεκτήματα.
Πώς;