ΣΚΕΨΟΥ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΙΣΕ – ΤΟ ΜHΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΓΚΑΡΣIΑ
Σε όλη την ιστορία με τον Πόλεμο στην Κούβα, υπάρχει ένας άνθρωπος που μεσουρανεί στον ορίζοντα της μνήμης, όπως ο πλανήτης Άρης όταν βρίσκεται στο περιήλιο. Όταν ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Ισπανίας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, προέκυψε αδήριτη ανάγκη να επικοινωνήσουν γρήγορα με τον ηγέτη των Εξεγερθέντων. Ο Γκαρσία βρισκόταν κάπου στις ορεινές ερημιές της Κούβας –κανείς δεν ήξερε πού. Ούτε γράμμα, ούτε τηλεγράφημα μπορούσε να του σταλεί. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έπρεπε να εξασφαλίσει τη συνεργασία του και γρήγορα μάλιστα.
Τι να έκανε;
Κάποιος του είπε: «Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει ένας τύπος ονόματι Ρόουαν που θα πάει να βρει τον Γκαρσία για λογαριασμό σας».
Έφεραν τον Ρόουαν και του έδωσαν μια επιστολή που έπρεπε να παραδοθεί στον Γκαρσία. Το πώς ο «τύπος ονόματι Ρόουαν» πήρε την επιστολή, την έκλεισε ερμητικά σε ένα αδιάβροχο σακουλάκι, την έκρυψε κάτω από το πουκάμισό του, σε τέσσερις μέρες αποβιβάστηκε στην Κούβα με μία βάρκα από τα ανοιχτά, εξαφανίστηκε στη ζούγκλα και σε τρεις εβδομάδες βγήκε στην άλλη πλευρά του νησιού, έχοντας διασχίσει εχθρικό έδαφος πεζός και παραδώσει την επιστολή στον Γκαρσία, είναι μία ιστορία που δεν έχω ιδιαίτερη επιθυμία να περιγράψω με λεπτομέρειες. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι το εξής: ο πρόεδρος Μακίνλεϊ έδωσε στον Ρόουαν μία επιστολή να παραδώσει στον Γκαρσία. Ο Ρόουαν πήρε την επιστολή και δεν ρώτησε «πού είναι ο Γκαρσία;». Μα τον Θεό, η μορφή αυτού του ανθρώπου θα πρέπει να χυθεί σε αθάνατο μπρούντζο και το άγαλμά του να στηθεί σε κάθε κολέγιο της χώρας. Δεν είναι η μάθηση των βιβλίων που χρειάζονται οι νεαροί, ούτε οι οδηγίες για τούτο και για κείνο. Χρειάζονται σφυρηλάτηση μιας αδάμαστης θέλησης που θα τους κάνει πιστούς και αφοσιωμένους, σβέλτους και ενεργητικούς, να συγκεντρώνουν την ενέργειά τους, να φέρνουν εις πέρας τη δουλειά, να «μεταφέρουν το μήνυμα στον Γκαρσία!».
Τώρα πια ο στρατηγός Γκαρσία είναι νεκρός, όμως υπάρχουν άλλοι Γκαρσία.
Όποιος έχει πασχίσει να διεκπεραιώσει ένα εγχείρημα όπου απαιτούνται πολλά χέρια, έχει πολλές φορές απηυδήσει από την ανοησία του μέσου ανθρώπου –την ανικανότητα, ή την απροθυμία του να συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα και να το κάνει. Η τσαπατσούλικη βοήθεια, η ανόητη αφηρημάδα, η παγερή αδιαφορία και η δουλειά με μισή καρδιά φαίνεται ότι αποτελούν τον κανόνα. Και κανείς δεν πετυχαίνει να διεκπεραιώσει το εγχείρημα αν δεν δελεάσει, δεν εξαπατήσει, δεν απειλήσει, ή δεν δωροδοκήσει άλλους να τον βοηθήσουν –εκτός εάν παρ’ ελπίδα ο Θεός με την καλοσύνη Του κάνει θαύμα και Του στείλει έναν Άγγελο Φωτός για βοηθό. Εσύ, αναγνώστη, κάνε μια δοκιμή. Κάθεσαι τώρα στο γραφείο σου και έχεις έξι υπαλλήλους στη δούλεψή σου. Κάλεσε έναν απ’ αυτούς και πες του: «Σε παρακαλώ, πήγαινε κοίταξε στην εγκυκλοπαίδεια και σύνταξέ μου ένα σύντομο υπόμνημα σχετικά με τη ζωή του Corregio».
Άραγε ο υπάλληλος θα πει ήρεμα, «Μάλιστα», και θα πάει να φέρει εις πέρας τη δουλειά;
Στοίχημα ότι δεν θα το κάνει. Θα σε κοιτάξει με βοϊδίσιο βλέμμα και θα σου κάνει μία από τις παρακάτω ερωτήσεις:
«Ποιος είναι αυτός ο Corregio;»
«Ποια εγκυκλοπαίδεια;»
«Πού είναι η εγκυκλοπαίδεια;»
«Καλά, για τέτοια δουλειά με προσλάβατε;»
«Μήπως εννοείτε τον Μπίσμαρκ;»
«Γιατί να μην πάει να το κάνει ο Τσάρλι;»
«Έχει πεθάνει αυτός ο Corregio;»
«Βιάζεστε;»
«Να πάω να σας φέρω τον τόμο να το κοιτάξετε εσείς;»
«Γιατί το θέλετε το υπόμνημα;»
Και στοίχημα δέκα προς ένα ότι, ακόμα και αν κάτσεις και απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές, και εξηγήσεις στον άλλον πώς να βρει τις πληροφορίες, και βάλεις και άλλον έναν να τον βοηθήσει να πάει να βρει τον Γκαρσία (Corregio), μετά ο υπάλληλος θα γυρίσει και θα σου πει ότι δεν υπάρχει τέτοιο όνομα. Φυσικά μπορεί να χάσω το στοίχημα, αλλά οι πιθανότητες λένε ότι θα το κερδίσω. Αν είσαι έξυπνος δεν θα μπεις στον κόπο να εξηγήσεις στον «βοηθό» σου ότι ο Corregio υπάρχει ως λήμμα στο γράμμα C και όχι στο Κ, αλλά θα γλυκοχαμογελάσεις και θα πεις: «Άσε, δεν πειράζει» και θα πας να το κοιτάξεις μόνος σου.
Και αυτή η ανικανότητα για ανεξάρτητη δράση, αυτή η ηθική ηλιθιότητα, αυτή η βουλητική ανικανότητα, αυτή η απροθυμία να ξεκινήσει κανείς τη δουλειά με κέφι και ψυχή και να την φέρει εις πέρας, είναι η αιτία για την οποία ο αγνός Σοσιαλισμός υποχωρεί στο αφάνταστα μακρινό μέλλον. Εάν οι άνθρωποι δεν δρουν για λογαριασμό τους, άραγε θα δράσουν όταν το όφελος της προσπάθειάς τους αφορά το κοινό καλό; Ο «βούρδουλας» μοιάζει απαραίτητος. Και ο φόβος της απόλυσης βαστά πολλούς εργάτες από το πέτο. Βάλε αγγελία για έναν στενογράφο και εννιά στους δέκα που θα ανταποκριθούν δεν θα ξέρουν ούτε ορθογραφία, ούτε τονισμό –και θα θεωρούν ότι δεν είναι απαραίτητο να ξέρουν.
Θα μπορούσε ένας απ’ αυτούς να γράψει την επιστολή στον Γκαρσία;
«Βλέπεις εκείνον εκεί τον λογιστή;», μου είπε ο διευθυντής προσωπικού σε ένα μεγάλο εργοστάσιο.
«Ναι, τι τρέχει;»
«Λοιπόν, για λογιστής καλός είναι, αλλά εάν τον στείλω στο κέντρο για ένα θέλημα μπορεί και να το φέρει εις πέρας. Αλλά μπορεί και να κάνει στάση σε τέσσερα μπαρ στη διαδρομή και όταν φτάσει στον προορισμό να έχει ξεχάσει τι τον είχα στείλει να κάνει». Θα μπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι άξιος εμπιστοσύνης, ώστε να μεταφέρει το μήνυμα στον Γκαρσία;
Πρόσφατα ακούμε πολλά σπαραξικάρδια και δακρύβρεχτα για τον «εργασιακό μεσαίωνα», για «τον άστεγο πλάνητα που γυρεύει τίμιο μεροκάματο» και ταυτόχρονα έναν χείμαρρο κακολογίας εναντίον των «αφεντικών».
Δεν ακούμε τίποτα για τον εργοδότη που γερνάει πριν της ώρας του προσπαθώντας μάταια να στρώσει κακότροπους ατζαμήδες να βγάλουν έξυπνη δουλειά. Ούτε ακούμε κάτι για τη μακρόχρονη, υπομονετική του προσπάθεια να τα βγάλει πέρα με κάποιον «βοηθό», ο οποίος το μόνο που κάνει είναι να λουφάρει όταν το αφεντικό κοιτάζει αλλού. Σε κάθε κατάστημα, σε κάθε εργοστάσιο υπάρχει μία συνεχής διαδικασία «ξεχορταριάσματος». Ο εργοδότης συνεχώς απολύει «βοηθούς» που απέδειξαν την ανικανότητά τους να προωθήσουν περαιτέρω τα συμφέροντα της επιχείρησης και προσλαμβάνει άλλους. Ανεξάρτητα εάν επικρατούν παχιές αγελάδες, αυτό το ξεκαθάρισμα συνεχίζεται. Μόνο εάν έρθουν ισχνές αγελάδες και η δουλειά σπανίζει, το ξεκαθάρισμα γίνεται καλύτερα –αλλά συνεχώς και μονίμως και ες αεί, οι ανίκανοι και οι ανάξιοι παίρνουν πόδι.
Είναι η επιβίωση του καταλληλότερου. Το προσωπικό συμφέρον ωθεί κάθε εργοδότη να κρατήσει τους καλύτερους –εκείνους που μπορούν να μεταφέρουν το μήνυμα στον Γκαρσία.
Ξέρω έναν άνθρωπο με λαμπρά προσόντα, ο οποίος δεν έχει την ικανότητα να διαχειριστεί μία δική του επιχείρηση, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι απολύτως άχρηστος σε οποιονδήποτε άλλον, επειδή διακατέχεται συνεχώς από την παρανοϊκή βεβαιότητα ότι ο εργοδότης του είναι καταπιεστικός, ή προτίθεται να τον καταπιέσει. Δεν μπορεί να δώσει εντολές, αλλά ούτε και να λάβει. Αν του έδιναν ένα μήνυμα για τον Γκαρσία, θα απαντούσε: «Να το πας εσύ!».
Απόψε αυτός ο άνθρωπος τριγυρνά στους δρόμους ψάχνοντας για δουλειά και ο άνεμος σφυρίζει στο τριμμένο του πανωφόρι. Κανείς που τον ξέρει δεν τολμά να τον προσλάβει, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι μανούλα στην ανυπακοή. Δεν είναι επιδεκτικός στη λογική και το μόνο που μπορεί να τον παρακινήσει είναι η απειλή μιας κλοτσιάς με χοντρή αρβύλα.
Ξέρω ασφαλώς πως ένας άνθρωπος τόσο ηθικώς παραμορφωμένος αξίζει τον ίδιο οίκτο με έναν σωματικά ανάπηρο. Όμως μέσα στον οίκτο μας, ας χύσουμε και μερικά δάκρυα για τον άνθρωπο που πασχίζει να υλοποιήσει κάποιο μεγάλο εγχείρημα, τον άνθρωπο που το ωράριο εργασίας του δεν περιορίζεται από το σφύριγμα της σειρήνας και τα μαλλιά του οποίου ασπρίζουν ραγδαία από την πάλη να κρατήσει υπό έλεγχο την ανεύθυνη αδιαφορία, την ανόητη τσαπατσουλιά και την άκαρδη αγνωμοσύνη ανθρώπων, οι οποίοι θα ήταν πεινασμένοι και άστεγοι εάν δεν υπήρχε η επιχείρησή του.
Μήπως τα είπα πολύ χοντρά; Μάλλον ναι, αλλά όταν ο κόσμος ολόκληρος ασχολείται με τους «φουκαράδες και καταφρονεμένους», θέλω να εκφράσω μερικά λόγια συμπάθειας για τον άνθρωπο που πέτυχε, τον άνθρωπο που, παρά τις αντιξοότητες, έχει κατευθύνει τις προσπάθειες των άλλων και, έχοντας πετύχει, βρίσκει πως εκεί δεν υπάρχει τίποτα παρά αδιαφορία.
Έχω δουλέψει σαν ταπεινός εργάτης, έχω εργαστεί μεροδούλι μεροφάι, αλλά ήμουν επίσης και εργοδότης, και ξέρω ότι και για τις δύο πλευρές υπάρχουν επιχειρήματα. Δεν υπάρχει καμία ομορφιά και υπεροχή, αυτή καθεαυτή, στη φτώχεια. Τα κουρέλια δεν συνίστανται. Και όλοι οι εργοδότες δεν είναι άπληστα αρπαχτικά, όπως και όλοι οι φτωχοί δεν είναι ενάρετοι και έντιμοι.
Υποστηρίζω ολόψυχα τον άνθρωπο που φέρνει εις πέρας τη δουλειά όταν το αφεντικό λείπει, αλλά και το ίδιο καλά όταν είναι παρών. Και αυτόν που, όταν του δοθεί μια επιστολή για τον Γκαρσία, αναλαμβάνει ήσυχα την αποστολή χωρίς να κάνει ανόητες ερωτήσεις και χωρίς την κρυφή πρόθεση να λουφάρει, αυτόν που δεν θα κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να την παραδώσει, που ποτέ δεν «τον απολύουνε», αλλά που ούτε αναγκάζεται να κατέβει σε απεργία για υψηλότερο μισθό. Ο πολιτισμός είναι μία μακρά αγωνιώδης αναζήτηση για τέτοια ακριβώς άτομα. Οτιδήποτε ζητήσει ένας τέτοιος άνθρωπος θα του δοθεί. Το είδος του είναι τόσο σπάνιο, που κανείς εργοδότης δεν έχει την πολυτέλεια να τον χάσει. Ζητάνε τέτοιους ανθρώπους σε κάθε πόλη, σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε χωριό, σε κάθε κατάστημα, επιχείρηση και εργοστάσιο. Ο κόσμος γυρεύει αγωνιωδώς τέτοιους ανθρώπους: είναι αναγκαίος, πολύ αναγκαίος ο άνθρωπος που μπορεί να μεταφέρει το μήνυμα στον Γκαρσία.
(Απόσπασμα από το βιβλίο Σκέψου και Πλούτισε)